- χαμαιφερώς
- Μεπίρρ. βλ. χαμαιφερής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμαιφερής — ές, Μ 1. αυτός που κατευθύνεται προς τα κάτω, προς το έδαφος 2. (κυρίως μτφ.) εκκλ. τιποτένιος, χαμερπής («τὰ χαμαιφερῆ καὶ ἐπίγεια φρονοῡσι», Θεόφιλ. Εκκλ.). επίρρ... χαμαιφερῶς Μ με χαμαιφερή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + φερής (< φέρω*) … Dictionary of Greek